- εξημερωτικός
- -ή, -όπου μπορεί να εξημερώνει, κατευναστικός, εκπολιτιστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξημερωτικός — ή, ό [εξημέρωση] αυτός που συμβάλλει στην εξημέρωση … Dictionary of Greek